- ζάλη
- η (ΑΜ ζάλη)σύγχυση, αναστάτωση, στενοχώρια, ψυχική ή πνευματική ταλαιπωρίανεοελλ.-μσν.αίσθημα εγκεφαλικής συσκότισης και απώλειας τής ισορροπίας, τάση για λιποθυμία, ίλιγγος, σκοτοδίνηνεοελλ.1. βύθισμα, λήθαργος («κ' είχε θανάτου ζάλη», Ερωτόκρ.)2. αντίδραση, ανωμαλία3. δυσάρεστη ενασχόληση, σκοτούρα («μεγάλη ζάλη μού 'φερες με τις ειδήσεις»)μσν.-αρχ.τρικυμία, θαλασσοταραχήαρχ.η πύρινη βροχή που βγαίνει από την Αίτνα.[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ζάλη «θύελλα», απ' όπου προήλθε το νεοελλ., είναι άγνωστης ετυμολ.].
Dictionary of Greek. 2013.